Литургия — (от λιτός общий и εργον дело) название главнейшего из христианских богослужений, существующего, хотя и не в одинаковом виде и значении, у всех христианских вероисповеданий и выражающего главные идеи христианского миросозерцания и главные цели… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Литургия преждеосвященных даров — (греч. Λειτουργία Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων; также литургия Григория Двоеслова) литургия, во время которой предлагаются для причащения Святые Дары, освященные прежде на предыдущей полной литургии по чину Василия Великого или… … Википедия
Литургия Преждеосвященных Даров — Литургия Преждеосвященных Даров, также литургия Григория Двоеслова (греч. Λειτουργία Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων) литургия, во время которой предлагаются для причащения Святые Дары, освященные прежде на предыдущей полной литургии по… … Википедия
MISSA — a mittendo populum. Unde antiquis German. Senta, Anglis adhuc Sent. Hinc Missale, liber quô continentur omnia ad Missam quottidie dicendam pertinentia. Missaticum Nuntium. Missaticum Regis, legatio, iussio, mandatum, quod Rex per nuntium vel.… … Hofmann J. Lexicon universale
αγιοθοδωρήσια — τα [αγιοθοδωρίζω] 1. γεύμα που παραθέτει εκείνος που «αγιοθοδωρίζει» σε όσους έρχονται να τόν συγχαρούν στο σπίτι του μετά τη λειτουργία τών Προηγιασμένων 2. οι καρποί που προσφέρει αυτός που «αγιοθοδωρίζει» στην ίδια περίσταση … Dictionary of Greek
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο … Dictionary of Greek
προαγιάζω — ΝΜ 1. καθιστώ κάτι άγιο εκ τών προτέρων, αγιάζω προηγουμένως 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προηγιασμένα (ενν. δώρα) εκκλ. τα από πριν καθαγιασμένα δώρα τής θείας ευχαριστίας, αυτά που καθαγιάστηκαν σε ειδική λειτουργία 3. φρ. «λειτουργία… … Dictionary of Greek
προσκύρια — Δεκαπέντε ψαλμοί του Δαβίδ, γνωστοί και ως Ωδαί των αναβαθμών, γιατί τους έψαλλαν οι Εβραίοι στα 15 σκαλοπάτια (αναβαθμοί) που βρίσκονται στην αυλή του ναού της Ιερουσαλήμ. Οι ψαλμοί αυτοί λέγονταν Π. επειδή συχνά επαναλαμβάνεται σε αυτούς η… … Dictionary of Greek